- αστύνικος
- ἀστύνικος, η (Α)«ἀστύνικος πόλις» — η νικήτρια και ένδοξη πόλη (Αισχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + -νικος < νίκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστύνικον — ἀστύνικος the victorious city masc/fem acc sg ἀστύνικος the victorious city neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek